εφαρμοστής

εφαρμοστής
ο
ειδικός τεχνίτης για τη συναρμολόγηση και τοποθέτηση μηχανημάτων: Είναι εφαρμοστής σε εργοστάσιο μηχανών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εφαρμοστής — ο [εφαρμόζω] 1. αυτός που κάνει εφαρμογές 2. τεχνίτης ειδικός στη συναρμολόγηση («μοντάρισμα») και τοποθέτηση μηχανών, συναρμολογητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφαρμόζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Θεόκλητο Φαρμακίδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”